κοπρίαρτος

κοπρίαρτος
κοπρίαρτος, -ον (Α)
(για έκθετο βρέφος) αυτός που τόν περισυνέλεξαν από σωρό κοπριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + αἴρω «σηκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοπριαίρετος — κοπριαίρετος, ον (Α) κοπρίαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”